-
1 μυάω
A compress the lips in sign of displeasure, τί μοι μυᾶτε; Ar.Lys. 126 codd., Sch., Suid.; μυᾶτε· σκαρδαμύττετε, Hsch.; cf. μοιμυάω. -
2 μυαω
-
3 μοιμυάω
A compress the lips or make grimaces in sign of displeasure, Hsch., Phot., v.l. for [full] μοιμυλλᾶν in Poll.2.90; hence restored for τί μοι μυᾶτε; in Ar.Lys. 126.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιμυάω
См. также в других словарях:
μυώ — (I) μυῶ, άω (Α) 1. συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας («τί μοι μυᾱτε κἀνανεύετε;», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μυᾱτε σκαρδαμύττετε». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον Αριστοφάνη και στη γλώσσα τού Ησυχίου «μυᾱτε σκαρδαμύττετε», όπου… … Dictionary of Greek